μέγγενα

μέγγενα
μέγγενη η тиски

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μέγγενα" в других словарях:

  • μέγκενη — και μέγγενα, η 1. συσκευή μηχανουργική ή ξυλουργική που αποτελείται από δύο σιαγόνες, από τις οποίες η μία είναι κινητή με σύστημα ατέρμονα κοχλία, και που χρησιμεύει για να συσφίγγει και να συγκρατεί ένα αντικείμενο στην επιθυμητή θέση κατά τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»